συντυχίᾳ
1συντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… …
3συντυχίᾳ — συντυχίαι , συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …
4συντυχιά — η 1. τυχαία συνάντηση. 2. σύμπτωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ξυντυχία — συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc/acc dual συντυχίᾱ , συντυχία occurrence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
6ξυντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) …
7συντυχίας — συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem acc pl συντυχίᾱς , συντυχία occurrence fem gen sg (attic doric aeolic) …
8συντυχίαι — συντυχία occurrence fem nom/voc pl συντυχίᾱͅ , συντυχία occurrence fem dat sg (attic doric aeolic) …
9ξυντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) …
10συντυχίαν — συντυχίᾱν , συντυχία occurrence fem acc sg (attic doric aeolic) …