συντρίβω
1συντρίβω — συντρίβω, συνέτριψα βλ. πίν. 7 …
2συντριβῶ — συντρίβω rub together aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …
3συντρίβω — συντρί̱βω , συντρίβω rub together pres subj act 1st sg συντρί̱βω , συντρίβω rub together pres ind act 1st sg …
4συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… …
5συντρίβω — συνέτριψα και σύντριψα, συντρίφτηκα, συντριμμένος 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω: Το πλοίο έπεσε στα βράχια και συντρίφτηκε. 2. καταστρέφω, νικώ ολοσχερώς κάποιον: Συνέτριψε τους αντιπάλους του. 3. προξενώ μεγάλη λύπη σε κάποιον: Τον συνέτριψε η… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6συντρίβητε — συντρίβω rub together aor imperat pass 2nd pl συντρί̱βητε , συντρίβω rub together pres subj act 2nd pl συντρίβω rub together aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …
7συνετρίβην — συντρίβω rub together aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) συντρίβω rub together aor ind pass 1st sg …
8συντριβησόμενον — συντρίβω rub together fut part pass masc acc sg συντρίβω rub together fut part pass neut nom/voc/acc sg …
9συντριβέντα — συντρίβω rub together aor part pass neut nom/voc/acc pl συντρίβω rub together aor part pass masc acc sg …
10συντριβέντων — συντρίβω rub together aor part pass masc/neut gen pl συντρίβω rub together aor imperat pass 3rd pl …