συντρίβω
81συνθραύω — ΜΑ, και συνθλαύω Α σπάζω, συντρίβω εντελώς μσν. (σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»] …
82σύντριμμα — το, ΝΑ [συντρίβω] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα») 2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα… …
83σύντριψη — η / σύντριψις, ίψεως, ΝΑ [συντρίβω] 1. η ενέργεια τού συντρίβω, συντριβή 2. ολική καταστροφή, πανωλεθρία 3. θρυμματισμός, κομμάτιασμα νεοελλ. συνεκδ. (σχετικά με εχθρό) εξόντωση, εξολόθρευση αρχ. σύγκρουση …
84κατασυντριβόντων — κατασυντρῑβόντων , κατά συντρίβω rub together pres part act masc/neut gen pl κατασυντρῑβόντων , κατά συντρίβω rub together pres imperat act 3rd pl …
85συντετριμμέναι — συντετρῑμμέναι , συντρίβω rub together perf part mp fem nom/voc pl συντετρῑμμένᾱͅ , συντρίβω rub together perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …
86συντετριμμένας — συντετρῑμμένᾱς , συντρίβω rub together perf part mp fem acc pl συντετρῑμμένᾱς , συντρίβω rub together perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
87συντετριμμένον — συντετρῑμμένον , συντρίβω rub together perf part mp masc acc sg συντετρῑμμένον , συντρίβω rub together perf part mp neut nom/voc/acc sg …
88συντετριμμένω — συντετρῑμμένω , συντρίβω rub together perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual συντετρῑμμένω , συντρίβω rub together perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …
89συντετριμμένων — συντετρῑμμένων , συντρίβω rub together perf part mp fem gen pl συντετρῑμμένων , συντρίβω rub together perf part mp masc/neut gen pl …
90συντετριφότα — συντετρῑφότα , συντρίβω rub together perf part act neut nom/voc/acc pl συντετρῑφότα , συντρίβω rub together perf part act masc acc sg …