συντρίβω

  • 71προάγνυμι — Α συντρίβω, τσακίζω κάτι πρωτύτερα, πριν ή εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄγνυμι «θραύω, συντρίβω, σπάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 72προθλώ — άω, Α συντρίβω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θλῶ, άω «συντρίβω»] …

    Dictionary of Greek

  • 73προσθλώ — άω, Α χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο και τό συντρίβω, σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θλῶ «συντρίβω, σπάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 74προσκατάγνυμι — Α σπάζω, συντρίβω πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατάγνυμι «σπάζω, συντρίβω»].· …

    Dictionary of Greek

  • 75σποδώ — έω, Α 1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ , ἢν σποδῶ τοῑς κονδύλοις, τί μ ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ. β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.) 2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα… …

    Dictionary of Greek

  • 76συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… …

    Dictionary of Greek

  • 77συναράσσω — και αττ. τ. συναράττω Α 1. συγκρούω, συντρίβω 2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.) 3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.) 4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις»… …

    Dictionary of Greek

  • 78συνεπιτρίβω — Α συντρίβω συγχρόνως ή εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιτρίβω «συντρίβω, καταστρέφω»] …

    Dictionary of Greek

  • 79συνθλάσσω — ΜΑ, και αττ. τ. συνθλάττω Α συντρίβω κάτι με συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλάττω, μτγν. τ. τού θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] …

    Dictionary of Greek

  • 80συνθλώ — συνθλῶ, άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, άω, Α 1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω 2. (κατ επέκτ.) καταστρέφω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] …

    Dictionary of Greek