συντρίβω
61συντρίψω — συντρί̱ψω , συντρίβω rub together aor subj act 1st sg συντρί̱ψω , συντρίβω rub together fut ind act 1st sg συντρί̱ψω , συντρίβω rub together aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
62συντρίψῃ — συντρίψηι , σύντριψις ruin fem dat sg (epic) συντρί̱ψῃ , συντρίβω rub together aor subj mid 2nd sg συντρί̱ψῃ , συντρίβω rub together aor subj act 3rd sg συντρί̱ψῃ , συντρίβω rub together fut ind mid 2nd sg …
63εξαράσσω — ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α) 1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν») 2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια 3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»] …
64επιθραύω — ἐπιθραύω (AM) θραύω, συντρίβω πάνω σε κάτι ή συντρίβω επί πλέον …
65επιθρύπτω — ἐπιθρύπτω (Α) 1. (μτβτ.) παραλύω, αμβλύνω, εξασθενίζω κάτι 2. μέσ. ἐκθρύπτομαι εκθηλύνομαι 3. παθ. κάνω νάζια, τσακίσματα 3. σπάζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρύπτω «θραύω, συντρίβω»] …
66θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …
67καταμαλδύνω — (Α) συντρίβω, καταστρέφω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμαλδύνω «συντρίβω, καταστρέφω»] …
68κνύω — (Α) ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. τής μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ*, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»] …
69μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …
70περιαράσσω — και περιαράττω Α συντρίβω εντελώς σε τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀράσσω «χτυπώ, συντρίβω»] …