συντεταγμένη

  • 11συνδιαθήκη — η, Ν (νομ.) διαθήκη δύο ή περισσότερων προσώπων συντεταγμένη με μία και την αυτή πράξη, μορφή που απαγορεύεται από τον νόμο …

    Dictionary of Greek

  • 12συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 13συντεταγμενογράφος — ο, Ν (χαρτ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά τών τριγωνομετρικών σημείων μιας χαρτογραφούμενης περιοχής στην πινακίδα σχεδίασης με βάση τις συντεταγμένες τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντεταγμένη + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 14συντεταγμενομέτρης — ο, Ν κάθε όργανο μέτρησης συντεταγμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντεταγμένη + μέτρης (< μέτρον*)] …

    Dictionary of Greek

  • 15σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… …

    Dictionary of Greek

  • 16αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 17απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …

    Dictionary of Greek

  • 18Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek

  • 19εφαπτομένη — (σε ένα σημείο μιας καμπύλης). Αν Γ είναι μία καμπύλη του (συνηθισμένου) χώρου, δηλαδή η γραφική παράσταση ενός σημειοσυνόλου (x(t), ψ(t), z(t)), tεΔ} όπου Δ ένα διάστημα του συνόλου των πραγματικών αριθμών, και αν υπάρχουν οι πρώτες παράγωγοι… …

    Dictionary of Greek

  • 20ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… …

    Dictionary of Greek