συντίτρημι

  • 1συντίτρημι — A (μτγν. τ.) συντετραίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίτρημι, μτγν. τ. τού τετραίνω «τρυπώ, διατρυπώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 2συντετραίνω — και συντίτρημι Α 1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής 2. (το μέσ.) συντετραίνομαι επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ. β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 3. μτφ. αφήνω …

    Dictionary of Greek