συντάξιμον

  • 1συντάξιμον — τὸ, Α 1. ο αναλογικός προσδιορισμός τού κεφαλικοῡ φόρου 2. ο ίδιος ο κεφαλικός φόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξις «υποχρεωτική εισφορά τών πολιτών ανάλογα με τις τάξεις» + κατάλ. ιμον ουδ. της κατάλ. ιμος (πρβλ. καύσ ιμος)] …

    Dictionary of Greek