συντάκτης

  • 11ανθολόγος — ο, η (Α ἀνθολόγος, ον) νεοελλ. 1. ανθοκόμος 2. συνθέτης ή συντάκτης ανθολογίας αρχ. 1. αυτός που συλλέγει άνθη 2. αυτός που τού αρέσουν τα άνθη …

    Dictionary of Greek

  • 12αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη] …

    Dictionary of Greek

  • 13αρχισυντάκτης — ο (θηλ. τάκτις [ ιδος] και τάκρια, η) ο προϊστάμενος στη σύνταξη εφημερίδας, περιοδικού, δελτίου κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + συντάκτης (πρβλ. γαλλ. redacteur en chef. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …

    Dictionary of Greek

  • 14γρίφος — Δυσνόητη και ακατάληπτη φράση. Οι γ. συντάσσονται με λέξεις, αριθμούς, σχέδια και γράμματα. Πολλές φορές μάλιστα ένας γ. μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά από τα στοιχεία αυτά μαζί. Ανάμεσα σε εικόνες μπορούν να παρεμβληθούν γράμματα, συλλαβές ή και …

    Dictionary of Greek

  • 15γραμματικοσυνθέτης — ο συντάκτης εγχειριδίου γραμματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματική + συνθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στον Αδάμ. Κοραή] …

    Dictionary of Greek

  • 16δημοσιογράφος — ο 1. όποιος έχει ως επάγγελμα το να γράφει σε εφημερίδες ή σε περιοδικά με αμοιβή, ο συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας ή περιοδικού 2. ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής εφημερίδας ή περιοδικού ο οποίος ασχολείται και με τη σύνταξή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 17επιστολογράφος — ο, η (AM ἐπιστολογράφος) ο γραμματέας που γράφει επιστολές νεοελλ. 1. ο συντάκτης επιστολής 2. ο ικανός να γράφει επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + γράφος (< γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 18ερανιστής — Τίτλος περιοδικών. 1. Αθηναϊκό περιοδικό που εκδιδόταν από το 1841 έως το 1843 με απάνθισμα άρθρων διαφόρων περιοδικών της εποχής. Το περιοδικό κυκλοφορούσε από το 1840, αλλά με τον τότε τίτλο Ευρωπαϊκός Ε. 2. Περιοδικό της Σμύρνης (1910 12). 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 19θεατρικογράφος — ο ο συντάκτης που δημοσιεύει σε εφημερίδες ή περιοδικά θεατρικές ειδήσεις και εντυπώσεις, καθώς και μικρές κριτικές για θεατρικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρικός + γράφος*, κατά τα αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… …

    Dictionary of Greek

  • 20νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …

    Dictionary of Greek