συνουσίη
1συνουσίη — συνουσία being with fem nom/voc sg (epic ionic) …
2συνουσίῃ — συνουσία being with fem dat sg (epic ionic) …
3ξυνουσίη — συνουσίη , συνουσία being with fem nom/voc sg (epic ionic) …
4ξυνουσίῃ — συνουσίῃ , συνουσία being with fem dat sg (epic ionic) …
5συνουσία — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α 1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.) 2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα… …