συνος

  • 1-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …

    Dictionary of Greek

  • 2χαρμόσυνος — η, ο / χαρμόσυνος, ύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ αυτός που ενέχει ή που προκαλεί χαρά (α. «χαρμόσυνη είδηση» β. «κροτεῑν λαμπρὸν καὶ χαρμόσυνον», Γρηγ Ναζ.) αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρμόσυνα (ενν. ἱερά) γιορτή χαράς νεοελλ. το αρσ. ως …

    Dictionary of Greek

  • 3χρησμόσυνον — τὸ, Α χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρησμός, με κατάλ. συνον, ουδ. τής κατάλ. συνος] …

    Dictionary of Greek

  • 4πίσυνος — πί̱συνος , πίσυνος trusting on masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)