συνομολογώ
1συνομολογώ — συνομολογῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [ὁμολογῶ] έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη μσν. αρχ. (για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν πάντα εἶναι… …
2συνομολογώ — συνομολόγησα, συνομολογήθηκα, συνομολογημένος, συμφωνώ: Συνομολόγησαν και συναποδέχτηκαν τους όρους του συμβολαίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3συνομολογῶ — συνομολογέω say the same thing with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνομολογέω say the same thing with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνομολογέω say the same thing with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνομολογέω say the …
4-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …
5αλληλεγγυώμαι — και αλληλο [αλληλέγγυος] γίνομαι αλληλέγγυος με κάποιον έναντι τρίτου, συνομολογώ με κάποιον ενοχική ή άλλη υποχρέωση έναντι τρίτου …
6αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… …
7κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …
8σπονδοποιούμαι — έομαι, και σπενδοποιώ, Α [σπονδοποιός] 1. συνομολογώ ειρήνη ή ανακωχή με σπονδές 2. παριστάνω κάποιον να κάνει σπονδές …
9συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …
10συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …
- 1
- 2