συνοδοντῖτις

  • 1συνοδοντίτις — ίτιδος, ἡ, Α πολύτιμος λίθος στον εγκέφαλο τού ψαριού συνόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνόδους, όντος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ὀνυχ ῖτις)] …

    Dictionary of Greek