συννομή
1συννομή — a feeding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2συννομή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α [συννέμω] νεοελλ. (νομ.) η από κοινού άσκηση τής νομής, δηλαδή τής φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου αρχ. 1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής 2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο 3. (στην… …
3συννομικός — ή, όν, Α [συννομή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύννομη*, σε κοινή βοσκή …
4δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …
5συννομά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. σύννομη …
6συννόμιον — τὸ, Μ [συννομή] τόπος στον οποίο βόσκουν μαζί διαφορετικά κοπάδια …
7συννομῆς — συννομεύς fellow shepherd masc nom pl συννομεύς fellow shepherd masc nom/voc pl συννομή a feeding together fem gen sg (attic epic ionic) …