συνναύτης
1συνναύτης — shipmate masc nom sg …
2συνναύτης — και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο 2. μέλος συντεχνίας ψαράδων 3. μέλος θιάσου λατρευτών τής Ίσιδος …
3συνναυτῶν — συνναύτης shipmate masc gen pl …
4συνναῦται — συνναύτης shipmate masc nom/voc pl …
5συνναύταις — συνναύτης shipmate masc dat pl …
6συνναύταισι — συνναύτης shipmate masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7συνναύτας — συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc acc pl συνναύτᾱς , συνναύτης shipmate masc nom sg (epic doric aeolic) …
8ξυνναυτῶν — συνναυτῶν , συνναύτης shipmate masc gen pl …
9ξυνναῦται — συνναῦται , συνναύτης shipmate masc nom/voc pl …
10συνναύταν — συνναύτᾱν , συνναύτης shipmate masc acc sg (epic doric aeolic) …