συνιδών

  • 1συνιδών — σύν εἶδον see aor part act masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2видѣтисѧ — ВИ|ДѢТИСѦ (44), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ. гл. 1.Быть видимым, представляться, казаться: повелѣвъша свѣтьло коупьно и радостьно. цр҃квьноѥ творить зьданиѥ... больши же бл҃годать и веселиѥ въ цр҃къвънѣмь вид˫ашетьс˫а помостѣ. (ὡρᾶτο) ЖФСт XII, 49 об.; нъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …

    Dictionary of Greek

  • 4συνορώ — (I) άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [ὁρῶ] μσν. (με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω αρχ. 1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῑ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.) 2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ… …

    Dictionary of Greek