συνθετός
1σύνθετος — put together masc nom sg σύνθετος put together masc/fem nom sg …
2συνθετός — σύνθετος put together masc nom sg …
3σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …
4σύνθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη: Η λέξη «δύσκολος» είναι σύνθετη. 2. πολύπλοκος: Το πρόβλημα είναι σύνθετο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σύνθετος ρυθμός — (ordo compositus). Αρχιτεκτονικός ρυθμός του 1ου αι. μ.Χ., που τον χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης, και μάλιστα στον 16o αι. θιασώτες του ρυθμού αυτού ήταν οι Βινιόλα και Παλάντιο στην Ιταλία και ο Ντελόρμ στη Γαλλία. Ο σ …
6συνθετώτερον — σύνθετος put together adverbial comp σύνθετος put together masc acc comp sg σύνθετος put together neut nom/voc/acc comp sg σύνθετος put together masc acc comp sg σύνθετος put together neut nom/voc/acc comp sg σύνθετος put together adverbial …
7συνθετωτέραις — σύνθετος put together fem dat comp pl συνθετωτέρᾱͅς , σύνθετος put together fem dat comp pl (attic) σύνθετος put together fem dat comp pl συνθετωτέρᾱͅς , σύνθετος put together fem dat comp pl (attic) …
8συνθετωτέρων — σύνθετος put together fem gen comp pl σύνθετος put together masc/neut gen comp pl σύνθετος put together fem gen comp pl σύνθετος put together masc/neut gen comp pl …
9συνθετώτατα — σύνθετος put together adverbial superl σύνθετος put together neut nom/voc/acc superl pl σύνθετος put together adverbial superl σύνθετος put together neut nom/voc/acc superl pl …
10συνθέτω — σύνθετος put together masc/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/neut gen sg (doric aeolic) σύνθετος put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνθετος put together masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) συνθέτης composer masc gen sg… …