συνηθίζω
51εγκλιματίζω — εγκλιματίζω, εγκλιμάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα …
52προσαρμόζω — προσάρμοσα, προσαρμόστηκα, προσαρμοσμένος 1. μτβ., στερεώνω, ταιριάζω, συναρμόζω. 2. το μέσ., προσαρμόζομαι συνηθίζω, ευθυγραμμίζομαι, συμμορφώνομαι: Προσαρμόστηκε γρήγορα στις νέες συνθήκες ζωής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы