συνηθίζω

  • 41σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 42σπαθίζω — ΝΜΑ [σπάθη] (αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία (νεοελλ μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί αρχ. 1. απλώνω κάτι με σπάτουλα 2. σπαταλώ, διασπαθίζω 3. μέσ. σπαθίζομαι συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες 4. παθ. καταστρέφομαι …

    Dictionary of Greek

  • 43συμμανθάνω — Α [μανθάνω] 1. μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στη μάθηση ή στην απόκτηση γνώσης 2. συνηθίζω σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 44συνήθ(ε)ιο — το, Ν 1. συνήθεια 2. έθος, έθιμο («κάθε τόπος και συνήθειο», δημ. γνωμ.) 3. στον πληθ. τα συνήθ(ε)ια τα έμμηνα τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. < συνηθίζω (πρβλ. συμπαθώ > συμπάθιο)] …

    Dictionary of Greek

  • 45συνεθίζω — Α [ἐθίζω] 1. κάνω κάποιον να συνηθίσει σε κάτι («τὰ βέλτιστ ἀκούειν ὑμᾱς συνεθίζω», Δημοσθ.) 2. καθιστώ κάτι σύνηθες, κοινό 3. (αμτβ.) αποκτώ μια συνήθεια, συνηθίζω κάτι («ἐν ταῑς ἁπλαῑς... διαίταις συνεθίζειν», Επίκ.) 4. φρ. «συνειθισμένον ἦν»… …

    Dictionary of Greek

  • 46συνηθισμένος — η, ο, Ν βλ. συνηθίζω …

    Dictionary of Greek

  • 47σωμασκώ — έω, Α 1. ασκώ το σώμα μου, γυμνάζομαι 2. φρ. «σωμασκῶ ἐμαυτόν» i) συνηθίζω στη σκληραγωγία (Διογ. Λαέρ.) ii) «σωμασκῶ τὸν πόλεμον» προετοιμάζομαι για πόλεμο (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τής λ. σωμασκία] …

    Dictionary of Greek

  • 48φιλονικώ — και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν… …

    Dictionary of Greek

  • 49χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …

    Dictionary of Greek

  • 50εγκληματώ — εγκληματώ, εγκλημάτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής