συνηθίζω

  • 11ανεθίζομαι — ἀνεθίζομαι (Α) συνηθίζω σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 12γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 13διεθίζω — (Α) [εθίζω] 1. διαρκώ πολύ καιρό 2. (για πρόσ.) συνηθίζω …

    Dictionary of Greek

  • 14είωθα — εἴωθα, εἰωθός βλ. έθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σε σFωθα, με ανομοίωση τών δασέων και αντέκταση < ΙΕ ρίζα *swedh «συνήθεια, έθιμο, άσυλο». Ο τ. είωθα είναι αρχαίος αμετάβατος παρακείμενος τού άχρηστου ενεστώτα έθω* και συνδέεται με λατ. suēsco… …

    Dictionary of Greek

  • 15εγκλιματίζω — 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει σε ξένο γι αυτόν τόπο 2. μέσ. (για πρόσ.) εξοικειώνομαι με το κλίμα ή τις συνήθειες ζωής ενός ξένου τόπου …

    Dictionary of Greek

  • 16εθίζω — (AM ἐθίζω, Α ποιητ. εἰθίζω) [έθος] 1. συνηθίζω κάποιον σε κάτι, κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι 2. (γ πρόσ.) εἴθισται επικρατεί συνήθεια 3. (ενεργ. αμτβ.) αποκτώ τη συνήθεια …

    Dictionary of Greek

  • 17εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …

    Dictionary of Greek

  • 18εξεθίζομαι — ἐξεθίζομαι (Α) [εθίζομαι] συνηθίζω …

    Dictionary of Greek

  • 19εξοικειώνω — (AM ἐξοικειῶ, όω) καθιστώ κάποιον οικείο με κάποιον άλλο ή με κάτι, τόν συνηθίζω σε κάτι («εξοικειώθηκε γρήγορα με τα ήθη τού τόπου») αρχ. μσν. 1. μέσ. γίνομαι φίλος, συμφιλιώνομαι («κολακευόντων ὁμόρους... καὶ ἅμα ἐξοικειουμένων», Στράβ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 20επεθίξομαι — ἐπεθίζομαι (Α) συνηθίζω σε κάτι …

    Dictionary of Greek