συνεχέως αἰεί

  • 1επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι …

    Dictionary of Greek