συνευπάσχω

  • 1συνευπάσχω — Α ευεργετούμαι κι εγώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐπάσχω «ευεργετούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 2πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …

    Dictionary of Greek