συνεστίη

  • 1συνεστίη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. συνεστίαση …

    Dictionary of Greek

  • 2συνεστίαση — η / συνεστίασις, άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α [συνεστιῶ] το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους νεοελλ. γεύμα με πολλούς καλεσμένους …

    Dictionary of Greek