συνεργός
1συνεργός — working together masc/fem nom sg …
2συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ …
3συνεργός, -ός, -ό — 1. αυτός που συμπράττει σε μια κακή πράξη, συνένοχος: Είχε και συνεργούς στη ληστεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξυνεργός — συνεργός , συνεργός working together masc/fem nom sg …
5συνεργόν — συνεργός working together masc/fem acc sg συνεργός working together neut nom/voc/acc sg …
6συνεργοί — συνεργός working together masc/fem nom/voc pl …
7συνεργούς — συνεργός working together masc/fem acc pl …
8συνεργά — συνεργός working together neut nom/voc/acc pl …
9συνεργέ — συνεργός working together masc/fem voc sg …
10συνεργῷ — συνεργός working together masc/fem/neut dat sg …