συνεπάπτομαι
1συνεπάπτομαι — Α ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι …
2συνεφάπτομαι — ΝΑ, και ιων. τ. συνεπάπτομαι Α [ἐφάπτομαι] νεοελλ. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. συνεφαπτομένη αρχ. 1. αγγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τῇ χειρὶ συνεφάπτεσθαι τοῡ ξίφους», Πλούτ.) 2. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου μαζί με άλλον 3. (για πράγμ …