συνεκτίθημι
1συνεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. φέρνω έξω, παρουσιάζω συγχρόνως 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον («χρήματα συνεξέθηκαν oἱ Φαίακες τῷ Ὀδυσσεῑ», Πλούτ.) 3. αποβάλλω, απορρίπτω («τὰ καθαρτικὰ... καὶ αὐτὰ συνεκτίθησιν», Σέξτ. Εμπ.) …
1συνεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. φέρνω έξω, παρουσιάζω συγχρόνως 2. φέρνω κάτι μπροστά σε κάποιον («χρήματα συνεξέθηκαν oἱ Φαίακες τῷ Ὀδυσσεῑ», Πλούτ.) 3. αποβάλλω, απορρίπτω («τὰ καθαρτικὰ... καὶ αὐτὰ συνεκτίθησιν», Σέξτ. Εμπ.) …