συνεκτικός

  • 41συνοχικός — ή, όν, ΜΑ [συνοχή] συνεκτικός …

    Dictionary of Greek

  • 42συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 43σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …

    Dictionary of Greek

  • 44τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …

    Dictionary of Greek

  • 45νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …

    Dictionary of Greek

  • 46ՇԱՐՈՒՆԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0473 Chronological Sequence: 6c, 8c, 13c ա. συνεχής continuus. Շարունակ. միաշար. անընդհատ. *Զանդադար եւ զշարունական պատերազմ առնեն. Փիլ. իմաստն.: *Այլ եւ աստեղք համագումար շարունական. Երզն. ոտ. երկն.: ՇԱՐՈՒՆԱԿԱԿԱՆ. συνεκτικός, συνοχικός …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 47συνεκτικάς — συνεκτικά̱ς , συνεκτικός fit for holding together fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)