συνεκτικός

  • 31συνεκτικώτατος — συνεκτικός fit for holding together masc nom superl sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32συνεκτικώτερα — συνεκτικός fit for holding together neut nom/voc/acc comp pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33συνεκτικώτεροι — συνεκτικός fit for holding together masc nom/voc comp pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… …

    Dictionary of Greek

  • 35συνεκτικωτάτας — συνεκτικωτάτᾱς , συνεκτικός fit for holding together fem acc superl pl συνεκτικωτάτᾱς , συνεκτικός fit for holding together fem gen superl sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 36καθεκτικός — καθεκτικός, ή, όν (Α) [καθέκτης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.). επίρρ... καθεκτικῶς (Α) με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω»… …

    Dictionary of Greek

  • 37κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 38περικρατής — ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.) 2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος. επίρρ... περικρατῶς Α με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… …

    Dictionary of Greek

  • 39συνεκτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού συνεκτικού 2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό 3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα τής δράσης εσωτερικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης,… …

    Dictionary of Greek

  • 40συνεκτικώς — συνεκτικῶς ΝΜΑ, και συνεκτικά Ν βλ. συνεκτικός …

    Dictionary of Greek