συνεκλείπω

  • 1συνεκλείπω — ΜΑ [ἐκλείπω] αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …

    Dictionary of Greek