συνεέργαθον
1συνεέργαθον — σύν ἐργαθεῖν sever aor ind act 3rd pl (epic) σύν ἐργαθεῖν sever aor ind act 1st sg (epic) σύν ἐργαθεῖν sever aor ind act 3rd pl (epic) σύν ἐργαθεῖν sever aor ind act 1st sg (epic) …
2συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… …