συνδοκεῖ
1συνδοκεῖ — συνδοκέω seem to one as to another pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνδοκέω seem to one as to another pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συνδοκέω seem to one as to another pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνδοκέω …
2συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… …