συνδιδάσκω

  • 1συνδιδάσκω — Α [διδάσκω] (για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 2διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …

    Dictionary of Greek