-
1 увлекательный
увлекательный διασκεδαστικός; γοητευτικός; συναρπαστικός (захватывающий)* * *διασκεδαστικός; γοητευτικός; συναρπαστικός ( захватывающий) -
2 захватываюиций
захватыва||юиций1. прич. от захватывать·2. прил перен συναρπαστικός:слу́шать с \захватываюицийющим интересом ἀκούω μέ ἀδιάλειπτο ἐνδιαφέρον. -
3 увлекательный
увлекательныйприл γοητευτικός, ἐνδιαφέρων, συναρπαστικός:\увлекательный рассказ τό συναρπαστικό διήγημα -
4 забористый
επ. βρ: -рист, -а, -о.1. οξύς, δριμύς, δραστικός• καυστικός δυνατός•-ое вино δυνατό κρασί•
забористый табак βαρύς! καπνός•
-ая горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα.
2. μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. || μτφ. θικτικός, προσβλητικός. -
5 захватывающий
επ. από μτχ.ελκυστικός, συναρπαστικός. -
6 красивый
επ., βρ: -сив, -а, -о- όμορφος, ωραίος. || αρεστός, θελκτικός, συναρπαστικός. || ευχάριστος, αγλαός•-ая музыка ωραία μουσική•
-ая жизнь ωραία ζωή•
-ая фраза ωραία φράση.
-
7 обворожительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оθελκτικός, μαγευτικός, γοητευτικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός. -
8 прелестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноσυναρπαστικός, θελκτικός, γοητευτικός θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, λαμπρός. -
9 привлекательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός•αρεστός,συναρπαστικός. -
10 увлекательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноελκυστικός, ενδιαφέρων•-ая книга ελκυστικό βιβλίο•
-ые игры ενδιαφέροντα παιγνίδια•
увлекательный разговор ενδιαφέρουσα συνομιλία•
очень -συναρπαστικός.
См. также в других словарях:
συναρπαστικός — ή, ό, Ν (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός. επίρρ... συναρπαστικά Ν με συναρπαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
συναρπαστικός — ή, ό αυτός που συναρπάζει: Τους πρόσφεραν ένα συναρπαστικό θέαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγευτής — ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) [μαγεύω] μάγος νεοελλ. ως επίθ. 1. μαγικός 2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση») … Dictionary of Greek
μαγευτικός — ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαγευτικός, ή, όν) [μαγεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία ή στους μάγους, μαγικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγευτική η τέχνη τής μαγείας, η μαγική τέχνη νεοελλ. αυτός που δίνει ψυχική ευχαρίστηση, θελκτικός,… … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek