συνανάγομαι

  • 1συνανάγω — ΜΑ [ἀνάγω] ανυψώνω κάποιον ή κάτι μαζί με άλλο (α. «ταύτη και συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ. β. «συνανήγαγε... ἡμᾱς εἰς οὐρανοὺς ἀνερχόμενος», Δαμασκ. Ι.) αρχ. 1. φέρνω πίσω μαζί 2. (σχετικά με θυσία ή εορτή) τελώ από κοινού («θυσίαν… …

    Dictionary of Greek