συναντιλαμβάνομαι

  • 1συναντιλαμβάνομαι — ΜΑ βοηθώ, συντρέχω αρχ. 1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.) 2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 2συναντίληψις — ήψεως, ἡ, Μ [συναντιλαμβάνομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναντιλαμβάνομαι* …

    Dictionary of Greek

  • 3λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …

    Dictionary of Greek

  • 4συναντιλήπτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ συμβοηθός, συνεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναντιλαμβάνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ. συλ λήπ τωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 5ՆՊԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0453 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (լծ. ապաստան, եւ հուպ աստ). σύμβλημα (հանգանակ). commissio χρεία (պէտք). opus ἑπιτήδευμα studium, diligentia. եւ բայիւ παρέχω (լծ. պարգեւել).… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 6ՕԺԱՆԴԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 1024 Chronological Sequence: 8c, 10c, 12c, 13c չ. συναντιλαμβάνομαι adjuvo, opitulor χειραγωγέω manuduco. Օգնել, ձեռնտու՝ առաջնորդ եւ սատար լինել. նպաստել. ... ձեռք տալ ... *Ձեռն իմ ասէ օժանդակեսցէ նմա, եւ բազուկ իմ զօրացուսցէ զնա:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)