συναμφότερα τὰ δ
1συναμφοτέρα — συναμφοτέρᾱ , συναμφότεροι both together fem nom/voc/acc dual συναμφοτέρᾱ , συναμφότεροι both together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2συναμφοτέρᾳ — συναμφοτέρᾱͅ , συναμφότεροι both together fem dat sg (attic doric aeolic) …
3συναμφότερα — συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc pl …
4συναμφοτέρας — συναμφοτέρᾱς , συναμφότεροι both together fem acc pl συναμφοτέρᾱς , συναμφότεροι both together fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ξυναμφότερα — συναμφότερα , συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc pl …
6συναμφοτέραν — συναμφοτέρᾱν , συναμφότεροι both together fem acc sg (attic doric aeolic) …
7συναμφότερ' — συναμφότερα , συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc pl συναμφότερε , συναμφότεροι both together masc voc sg συναμφότεραι , συναμφότεροι both together fem nom/voc pl …
8συναμφότερος — έρα, ον, ΜΑ 1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, αι, α και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῑς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ. β. «συναμφοτέρους μοῑρα λάβοι θανάτου», Θέογν.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα α)… …
9λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …