συναθροισμός
1συναθροισμός — collection masc nom sg …
2συναθροισμός — ὁ, Α [συναθροίζω] 1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.) 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν …
3συναθροισμοῦ — συναθροισμός collection masc gen sg …
4συναθροισμῷ — συναθροισμός collection masc dat sg …
5συναθροισμόν — συναθροισμός collection masc acc sg …
6СОСЛОВИЕ — К числу книжных славянизмов, вошедших в активный состав русского литературного языка в период так называемого «втор ого южнославянского влияния» (XIV XVI вв.), относится слово сословие. А. Г. Преображенский думал, что оно представляет собою,… …