συναγωγή
1συναγωγή — a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2συναγωγή — Όρος συγγενής με τον όρο «ναός» που υποδηλώνει τον τόπο της ιουδαϊκής λατρείας. Η σ. δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που ήταν μοναδικός στο Ισραήλ και προορισμένος για τις αιματηρές θυσίες και που καταστράφηκε για τελευταία… …
3συναγωγή — η 1. συγκέντρωση, μάζεμα: Συναγωγή λέξεων. 2. άθροισμα ατόμων ή πραγμάτων: Στη συναγωγή μίλησε ο αρχηγός τους. 3. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων, η χάβρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …
5ξυναγωγή — συναγωγή , συναγωγή a bringing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6συναγωγαῖς — συναγωγή a bringing together fem dat pl …
7συναγωγαί — συναγωγή a bringing together fem nom/voc pl …
8συναγωγήν — συναγωγή a bringing together fem acc sg (attic epic ionic) …
9συναγωγῶν — συναγωγή a bringing together fem gen pl συναγωγός bringing together masc/fem/neut gen pl …
10αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… …