συνήκοος
1συνήκοος — hearing together masc/fem nom sg …
2συνήκοος — και συνάκοος, ον, Α 1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ ήκοος, ὑπ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …
3συνήκοον — συνήκοος hearing together masc/fem acc sg συνήκοος hearing together neut nom/voc/acc sg …
4συνηκόους — συνήκοος hearing together masc/fem acc pl …
5συνήκοοι — συνήκοος hearing together masc/fem nom/voc pl …
6ξυνήκοον — συνήκοον , συνήκοος hearing together masc/fem acc sg συνήκοον , συνήκοος hearing together neut nom/voc/acc sg …
7ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …
8βαρήκοος — η, ο (Α βαρυήκοος, ον) εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά αρχ. παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του α σε η κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)] …
9συνάκοος — ὁ, Α βλ. συνήκοος …
10ξυνηκόους — συνηκόους , συνήκοος hearing together masc/fem acc pl …
- 1
- 2