Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συνήθως

  • 1 обыкновенно

    Русско-греческий словарь > обыкновенно

  • 2 обычно

    Русско-греческий словарь > обычно

  • 3 часть

    часть ж .1) το μέρος· το τμήμα (участок)· το κομμάτι (кусок)· \частьи тела τα μέρη του σώματος· большая \часть το μεγαλύτερο μέρος; составные \частьи τα συστατικά μέρη; \частьи света τα μέρη του κόσμου; запасные \частьи τα ανταλλακτικά 2) (отдел) το τμήμα, ο τομέας 3) воен. η μονάδα, το τμήμα ◇ \частьи речи τα μέρη του λόγου; по большей \частьи συνήθως, κατά το πλείστο
    * * *
    ж
    1) το μέρος; το τμήμα ( участок); το κομμάτι ( кусок)

    части те́ла — τα μέρη του σώματος

    бо́льшая часть — το μεγαλύτερο μέρος

    составны́е части — ή τα συστατικά μέρη

    части све́та — τα μέρη του κόσμου

    запасны́е части — τα ανταλλακτικά

    2) ( отдел) το τμήμα, ο τομέας
    3) воен. η μονάδα, το τμήμα
    ••

    части ре́чи — τα μέρη του λόγου

    по бо́льшей части — συνήθως, κατά το πλείστο

    Русско-греческий словарь > часть

  • 4 вообще

    вообще
    нареч
    1. (в общем) γενικά, ἐν γένει, γενικώς:
    \вообще это верно γενικά εἶναι σωστό·
    2. (всегда) πάντοτε, πάντα/ συνήθως, κατά τό σύνηθες (обыкновенно):
    \вообще я в это время бываю до́ма συνήθως αὐτή τήν ὠρα βρίσκομαι στό σπίτι· он\вообще такой странный αὐτός εἶναι πάντα ἔτσι παράξενος· ◊ \вообще говоря μιλώντας γενικά, ἐν γένει.

    Русско-новогреческий словарь > вообще

  • 5 полчище

    ουδ.
    μεγάλο στράτευμα, πολύς στρατός (συνήθως για εχθρικό).
    (συνήθως στον πλθ. полчища -чищ) μτφ. στίφη, κοπάδια, αγέλες).

    Большой русско-греческий словарь > полчище

  • 6 резерв

    α.
    1. εφεδρεία•

    ввести в бой последние -ы ρίχνω στη μάχη τις τελευταίες εφεδρείες•

    батальон отошл в резерв το τάγμα αποσύρθηκε σε εφεδρεία.

    2. (συνήθως πλθ.)• -ы αποθέματα•

    государственные материальные и продовольственные -ы τα κρατικά αποθέματα σε υλικά και τρόφιμα.

    3. (στρατ.) οι έφεδροι.
    4. (συνήθως πλθ.) -вы, -вов• τα ρείθρα (δεξιά και αριστερά της σιδηροδρ. οδού).
    εκφρ.
    трудовые -ы – εργατικές εφεδρείες (οι μαθητές των επαγγελματικών σχολών).

    Большой русско-греческий словарь > резерв

  • 7 задачник

    το βιβλίο (συνήθως μαθηματικών) προβλημάτων, ασκήσεων κ.λπ..

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задачник

  • 8 коса

    I.
    (длинная узкая отмель) η μακρόστενη (συνήθως αμμώδης) χερσόνησος
    разг. η γλώσσα
    II.
    с.-х. (орудие) η κοσσιά, η κόσσα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коса

  • 9 обыкновениено

    обыкновение||но
    нареч (обычно) συνήθως.

    Русско-новогреческий словарь > обыкновениено

  • 10 обычно

    обычн||о
    нареч συνήθως / κατά κανόνα (как правило).

    Русско-новогреческий словарь > обычно

  • 11 обычно

    [αμπύτσνα] εκίρ. συνήθως

    Русско-греческий новый словарь > обычно

  • 12 обычно

    [αμπύτσνα] επίρ συνήθως

    Русско-эллинский словарь > обычно

  • 13 ай

    ай 1
    1. επιφ. (εκφράζει φόβο, τρόμο)• ό, αχ! ωχ!•

    ай! больно ό, πονά•

    ай! сын упал αχ! το παιδί έπεσε.

    Συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη και με την ίδια σημασία: ай-ай ή ай-ай-ай όι-όι, αχ-αχ, ωχ-ωχ κ. όι-οι-οι, αχ -αχ-αχ, ωχ-ωχ-ωχ.
    2. εκφράζει μομφή, ψόγο, κατάκριση• πωπώ!•

    ай! как нехорошо! πωπώ! πόσο (τι) άσχημα!

    3. εκφράζει θαυμασμό, επιδοκιμασία• αχ! πωπώ! |ай! |как она поет αχ! τι ωραία που αυτή τραγουδάει.
    εκφρ.
    ай да... – να πως...•
    ай да молодец! – έτσι μπράβο παλικάρι μου!
    ай 2
    σύνδ. (διαλκ.) ή, είτε.

    Большой русско-греческий словарь > ай

  • 14 верховодить

    -вожу, -водишь, ρ.δ. (συνήθως με οργν.)
    διακυβερνώ, καθοδηγώ, κουμαντάρω, ιθύνω, έχω τα πρωτάτα.

    Большой русско-греческий словарь > верховодить

  • 15 включать

    ρ.δ.
    1. βλ. включить.
    2. (συνήθως με την αντων. себя) περικλείω, περιλαμβάνω•

    воспитание -ет в себя преподавание η αγωγή περικλείει μέσα της την διδασκαλία.

    βλ. включиться

    Большой русско-греческий словарь > включать

  • 16 власть

    θ.
    1. εξουσία•

    борьба за власть αγώνας για την εξουσία•

    захват -и κατάληψη της εξουσίας•

    прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•

    власть государственная власть κρατική εξουσία•

    исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•

    верховная -η ανώτατη εξουσία.

    2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•

    местные -и οι τοπικές αρχές.

    εκφρ.
    ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•
    в моей, твоейκλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•
    во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•
    отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•
    облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•
    терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.

    Большой русско-греческий словарь > власть

  • 17 возраст

    α.
    ηλικία•

    дети школьного -а παιδιά σχολικής ηλικίας•

    люди одного -а άνθρωποι συνομήλικοι.

    εκφρ.
    на -е – σε ηλικία, ώριμος (συνήθως για γυναίκες).

    Большой русско-греческий словарь > возраст

  • 18 впрямь

    μόριο (συνήθως έχοντας μπροστά το συνδ. и)• πραγματικά, αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > впрямь

  • 19 выговорить

    ρ.σ.μ.
    1. προφέρω, αρθρώνω, λέγω•

    он не -ил ни слова αυτός δεν έβγαλε ούτε λέξη.

    2. επιφυλάσσω, διατηρώ•

    выговорить себе право επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    3. αμ. (συνήθως με τις λέξεις: до конца, все κλπ. τα λέγω όλα, μέχρι τέλους (κατά την ομιλία).
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выговорить

  • 20 выработка

    θ.
    1. κατασκευή, φτιάξιμο, φαμπρικάρισμα.
    2. κέρδισμα, βγάλσιμο χρημάτων.
    3. παραγωγή. || παραγωγικότητα, αποδοτικότητα, απόδοση.
    4. επεξεργασία, εκπόνηση. || δουλειά•

    грубая выработка χοντροδουλειά•

    прекрасная выработка υπέροχη εργασία.

    5. συνήθως πλθ. -и τα ορυχεία.

    Большой русско-греческий словарь > выработка

См. также в других словарях:

  • συνήθως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. συνήθης …   Dictionary of Greek

  • συνηθῶς — συνήθης dwelling adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήθως — συνήθης dwelling indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταλλακτικό — (συνήθως ανταλλακτικά). Κάτι που φυλάσσεται ως απόθεμα για να χρησιμοποιηθεί όταν υπάρχει ανάγκη. Αντικαθιστά άλλο όμοιο αντικείμενο όταν αυτό φθαρεί. Συνήθως αναφέρεται σε εξαρτήματα μηχανών (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, ποδηλάτου, τρακτέρ, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοκαιρίζω — (συνήθως στο γ εν. ως απρόσ.) αλλαξοκαιρίζει αλλάζει ο καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + καιρός] …   Dictionary of Greek

  • ξυνήθως — συνήθως , συνήθης dwelling indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»