συνέχω

  • 11έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 12διακρατώ — (AM διακρατῶ, έω) 1. κρατώ κάτι ασφαλώς 2. έχω υπό την εξουσία μου 3. φυλακίζω νεοελλ. 1. κρατώ για ένα χρονικό διάστημα 2. συνέχω, συγκρατώ αρχ. 1. διατηρώ αυτό που μού ανήκει 2. υποβαστάζω, υποστηρίζω 3. (για ομιλία) συνεχίζω χωρίς διακοπές 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 13επισυνέχω — ἐπισυνέχω (Α) [συνέχω] παίρνω, κρατώ («τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπισυνέχοντας γυναῑκας ἀλλογενεῑς», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek

  • 14οκωχεύω — ὀκωχεύω (Α) [οκωχή] (κατά τον Ησύχ.) «ἔχω, συνέχω», κρατώ, στηρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 15συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 16συνίσχω — ΜΑ 1. συνέχω 2. (το παθ.) συνίσχομαι πάσχω, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἴσχω, άλλος τ. τού έχω] …

    Dictionary of Greek

  • 17συνεκτικός — ή, ό / συνεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνέχω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί 2. φρ. «συνεκτικό αίτιο» (στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο νεοελλ. 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 18συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… …

    Dictionary of Greek

  • 19συνεχίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος ορυκτού από το οποίο προέρχεται πιθανώς η κιμωλία που χρησιμοποιείται στη ραπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κρατώ, εμπερικλείω» + επίθημα ῖτις (πρβλ. κρατερ ῖτις)] …

    Dictionary of Greek

  • 20συνεχόντως — ΜΑ επίρρ. συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συνέχων, οντος τού συνέχω + επιρρ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek