συνέχω

  • 21συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… …

    Dictionary of Greek

  • 22συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… …

    Dictionary of Greek

  • 23συσχετήριον — τὸ, Α μέρος όπου κρατείται κανείς κλεισμένος, κλουβί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνέχω «κλείνω, περιορίζω, φυλακίζω» (πρβλ. σύσχεσις) + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 24σύνεξις — έξεως, ἡ, Μ [συνέχω] συνένωση …

    Dictionary of Greek

  • 25σύνοχος — η, ο / σύνοχος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνοχος Α [συνέχω] 1. συνδεδεμένος με κάτι, συνεχόμενος 2. συνεκδ. συνεχής, αδιάκοπος αρχ. αυτός που αρμόζει σε κάποιον ή σε κάτι («αἰλίνοις κακοῑς τοὶς ἐμοῑσι ξύνοχα δάκρυα», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 26σύσχεσις — έσεως, ἡ, Α [συνέχω] φυλάκιση, κράτηση …

    Dictionary of Greek

  • 27ԱՐԳԵԼՈՒՄ — (գելի, գել.) NBH 1 0345 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 9c, 12c, 13c ն. ԱՐԳԵԼՈՒՄ κωλύω, ἁποκλείω, συνέχω, ἑπέχω, φραγίζω prohibeo, impedio, obstruo եւն. որ եւ ԱՐԳԵԼԵՄ, եւ իբր ռմկ. ԱՐԳԻԼԵՄ. (ի առ՛գելում. լծ. լտ. ա՛րչէօ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 28ԽՆՈՒՄ — (խցի, խի՛ց.) NBH 1 0955 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 14c ն. ԽՆՈՒՄ φράσσω, ττω, ἑμφράττω sepio, munio, constipo βύω obturo, obstruo καμμύω claudo συνέχω contineo. որ եւ ԽՑԱՆԵԼ, ԽՑԵԼ. Փակել եւ պատել ամենայն մասմբք. Կափուցանել.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 29ԿԱՐԿԵՄ — (եցի.) NBH 1 1072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ն. ԿԱՐԿԵՄ եւ ԿԱՐԿԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑπιστομίζω, συνέχω , κλείω obturo, inhibeo, claudo ἁποράπτω consuo φιμόω freno եւն. Պապանձեցուցանել. ըմբերանել. ափիբերան առնել,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 30ԿԱՐԿԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 1072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ն. ԿԱՐԿԵՄ եւ ԿԱՐԿԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. ἑπιστομίζω, συνέχω , κλείω obturo, inhibeo, claudo ἁποράπτω consuo φιμόω freno եւն. Պապանձեցուցանել. ըմբերանել. ափիբերան առնել,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)