συνέταιρος
1συνέταιρος — συνέταιρος, ο και συνεταίρος, ο 1. μέτοχος εταιρείας: Έγινε η διανομή των κερδών στους συνεταίρους της επιχείρησης. 2. γενικά σύντροφος σε κοινή επιχείρηση: Έκανε τον υπάλληλό του συνέταιρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2συνέταιρος — ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Α νεοελλ. 1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση 2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία μσν. αρχ. σύντροφος,… …
3συνεταίροις — συνέταιρος companion masc dat pl …
4συνεταίρους — συνέταιρος companion masc acc pl …
5συνεταίρων — συνέταιρος companion masc gen pl …
6συνεταίρῳ — συνέταιρος companion masc dat sg …
7συνέταιροι — συνέταιρος companion masc nom/voc pl …
8εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …
9σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… …
10αρκαντάσης — ο σύντροφος, φίλος, συνέταιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arkadş] …