συμ-βουλή

  • 1Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 2εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 3θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 4θεόβουλος — θεόβουλος, ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. ά βουλος, σύμ βουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 5μετάβουλος — μετάβουλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ βουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 6ταυτοβουλία — η / ταὐτοβουλία, ΝΜΑ ταύτιση βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + βουλία (< βουλος < βουλή), πρβλ. συμ βουλία] …

    Dictionary of Greek