συμφύη
1συμφυῇ — συμφύω make to grow together aor subj pass 3rd sg συμφυή fem dat sg (attic epic ionic) …
2συμφυή — ἡ, Α [συμφύω] σύμφυση …
3συμφυῆ — συμφυής born with one neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμφυής born with one masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμφυής born with one masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4συμφύη — συμφύω make to grow together aor opt act 3rd sg συμφύω make to grow together aor opt act 3rd sg συμφύω make to grow together aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …
5συμφυέων — συμφυή fem gen pl (epic ionic) συμφυής born with one masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
6συμφυήν — συμφυή fem acc sg (attic epic ionic) …
7συμφυῶν — συμφυή fem gen pl συμφυής born with one masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
8δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… …
9SIRBONIS — quae SIRBON Stephan. Serbonis Herodoto ac Diodero Siculo, Barathra Polybio, palus ingens, melius stagnum Palaestinae in Aegypti confinio inter Casinm et pelusium, in ora maris Syriaci. Dionys. Η᾿ δ᾿ ὅςςοι νοτερῇσιν ἐπ᾿ ἠϊόνεσϚι θαλάσϚης Παῤῤαλίην …
10άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …