συμφωνώ
1συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» …
2συμφωνώ — συμφωνώ, συμφώνησα βλ. πίν. 73 …
3συμφωνώ — συμφώνησα, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος 1. έχω τη ίδια γνώμη ή αντίληψη με κάποιον: Δε συμφωνώ με τη γνώμη σου. – Συμφώνησαν στην τιμή πώλησης του σπιτιού. 2. βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι: Οι πράξεις του δε συμφωνούν με τα λόγια του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συμφωνῶ — συμφωνέω sound together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφωνέω sound together pres ind act 1st sg (attic epic …
5συμφώνῳ — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg …
6ξυμφώνῳ — συμφώνῳ , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg …
7συμφώνωι — συμφώνῳ , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem/neut dat sg …
8συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… …
9συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …
10τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …