συμφωνώ

  • 91προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 92προσδιαστέλλω — Α 1. διαστέλλω περαιτέρω 2. διακρίνω επί πλέον 3. μέσ. προσδιαστέλλομαι α) προσδιορίζω κάτι επί πλέον β) συμφωνώ με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 93προσεπιψηφίζομαι — Α [ἐπιψηφίζω, ομαι] ψηφίζω κι εγώ κάτι, συμφωνώ κι εγώ με κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 94προσνεύω — ΝΑ [νεύω] (αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω αρχ. 1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου 2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση 3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω 4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 95προσομολογώ — έω, Α 1. ομολογώ, παραδέχομαι κάτι ακόμη 2. αναγνωρίζω επίσης ότι... («προσωμολόγουν ἀληθῆ εἶναι πάντα», Δημοσθ.) 3. αναγνωρίζω επιπρόσθετη οφειλή («τούτῳ προσομολογήσαι τριακοσίας δραχμάς», Ισοκρ.) 4. συμφωνώ επίσης («οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν… …

    Dictionary of Greek

  • 96προσπεριέρχομαι — Α συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 97προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …

    Dictionary of Greek

  • 98προσυμφωνώ — έω, Α [συμφωνῶ] (συν. το παθ.) προσυμφωνοῡμαι, έομαι συμφωνούμαι εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 99προσυντίθεμαι — Α 1. συμφωνώ για κάτι εκ τών προτέρων 2. διευθετώ, κανονίζω κάτι εκ τών προτέρων 3. συνάπτω φιλία ή γνωριμία με κάποιον προηγουμένως («προσυντίθεμαι φιλίαν τινὶ ἐπὶ τοῑς αὐτοῑς», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συντίθεμαι «διευθετώ, συνάπτω… …

    Dictionary of Greek

  • 100στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …

    Dictionary of Greek