συμφωνώ

  • 71μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 72μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …

    Dictionary of Greek

  • 73μονοιάζω — (Μ μονοιάζω) βρίσκομαι σε αρμονική συμβίωση ή σε αγαθές σχέσεις με κάποιον, συμφωνώ, ομονοώ («κι όλ οι πλανήτες τ ουρανού την όρεξ ας κινήσου ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. συμφιλιώνω ανθρώπους μεταξύ τους («τούς… …

    Dictionary of Greek

  • 74μονοφωνώ — μονοφωνῶ, έω (Μ) [μονόφωνος] 1. έχω ή εκπέμπω μία μόνο φωνή, έναν ήχο, είμαι μονόφωνος 2. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ, ομοφωνώ …

    Dictionary of Greek

  • 75νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …

    Dictionary of Greek

  • 76ξεροκαταπίνω — 1. καταπίνω το σάλιο μου 2. μτφ. ανέχομαι αδιαμαρτύρητα κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, επειδή βρίσκομαι σε αμηχανία ή σε αδυναμία να αντιδράσω («όταν τού κάνω παρατήρηση, ακούει και ξεροκαταπίνει») …

    Dictionary of Greek

  • 77ομογνωμονώ — (Α ὁμογνωμονῶ, έω) [ομογνώμων] έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, συμφωνώ αρχ. 1. (φιλοσ.) εξάγω τα ίδια συμπεράσματα 2. συγκατατίθεμαι …

    Dictionary of Greek

  • 78ομοδοξώ — (ΑΜ ὁμοδοξῶ, έω) [ομόδοξος] έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, συμφωνώ απολύτως νεοελλ. έχω το ίδιο θρήσκευμα με άλλον, είμαι ομόθρησκος …

    Dictionary of Greek

  • 79ομονοώ — (ΑΜ ὁμονοῶ, έω) [ομόνους] 1. έχω τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις και τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, συμφωνώ με κάποιον 2. βρίσκομαι σε σύμπνοια, διατηρώ αρμονικές σχέσεις με κάποιον νεοελλ. μσν. 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι 2. φέρω σε ομόνοια …

    Dictionary of Greek

  • 80ομορροθώ — ὁμορροθῶ, έω (Α) [ομόρροθος] 1. ρέω μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. κωπηλατώ μαζί και ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο 3. ρυμουλκώ, σύρω μαζί με κάποιον άλλο 4. μτφ. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι 5. (με εμπρόθ. διορ.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω… …

    Dictionary of Greek