συμφωνώ

  • 51ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 …

    Dictionary of Greek

  • 52ευοδώ — (ΑΜ εὐοδῶ, έω) [εύοδος] 1. (για τρεχούμενο νερό) έχω ελεύθερο δρόμο, εύκολο πέρασμα («τοῡτο [ὕδωρ] εἰσπῑπτον εἰς τὴν ὁδόν, ἧ μὲν ἄν εὐοδῇ, φέρεται κάτω», Δημοσθ.) 2. (για σωματικές εκκρίσεις) ρέω εύκολα 3. (παθ. απρόσ.) εὐοδεῑται υπάρχει ελεύθερη …

    Dictionary of Greek

  • 53εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …

    Dictionary of Greek

  • 54εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… …

    Dictionary of Greek

  • 55θελοποιώ — θελοποιώ, έω (Μ) 1. αποδέχομαι 2. μέσ. θελοποιοῦμαι, έομαι α) συναινώ, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ β) παραδέχομαι, επανορθώνω κάτι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) θελοποιμένος, η, ον αποδεκτός, δεκτός, αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλω + ποιώ] …

    Dictionary of Greek

  • 56ισοδρομώ — ἰσοδρομῶ, έω (Α) [ισόδρομος] 1. τρέχω ίσα με άλλον 2. μτφ. συμφωνώ, συμβαδίζω με κάποιον 3. συνεργώ, συντρέχω …

    Dictionary of Greek

  • 57καθυπακούω — (AM) μσν. υποβάλλω αρχ. επιγρ. συγκατατίθεμαι, συναινώ, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ ακούω] …

    Dictionary of Greek

  • 58κακοσύβαστος — η, ο αυτός που δύσκολα συμφιλιώνεται, κακοσυμβίβαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + συβάζω «συμβιβάζω, συμφωνώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 59κακοταιριάζω — 1. (μτβ.) ενώνω ή συναρμόζω δύο ή περισσότερα πράγματα κακώς, με αταίριαστο τρόπο 2. (αμτβ.) α) δεν προσαρμόζομαι καλά, δεν εφαρμόζω τέλεια β) (για πρόσ.) δεν συμφωνώ με κάποιον, δεν ταιριάζω μαζί του …

    Dictionary of Greek

  • 60καταθετικά — καταθετικά, τά (Μ) ρήματα που δηλώνουν συγκατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατίθεμαι με σημ. «συμφωνώ»] …

    Dictionary of Greek