συμφωνώ
21συγκαταινώ — έω, Α 1. συμφωνώ, συγκατανεύω («ἤν τὰ τῶν θεῶν ἡμῑν θᾱττον συγκαταινῇ, ἐξίωμεν ὥς τάχιστα», Ξεν.) 2. επικυρώνω, εγκρίνω («εἰπεῑν ὅτι καὶ βούλεται καὶ συγκαταινεῑ», Πλούτ.) 3. παρέχω, χορηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταινῶ «συμφωνώ, αποδέχομαι»] …
22συναγορεύω — Α 1. αγορεύω από κοινού με κάποιον 2. συμβουλεύω να γίνει κάτι 3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», Ξεν.) 4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.) 5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῑς κακῶς… …
23συνεπιχωρώ — έω, A συγκατατίθεμαι κι εγώ, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιχωρῶ «συμφωνώ, ενδίδω»] …
24συνευδοκώ — έω, ΜΑ 1. συναινώ, συμφωνώ με κάποιον άλλον για κάτι («συνευδοκούντων Ῥωμαίων παρέδωκαν αὐτούς», Πολ.) 2. δείχνω συμπάθεια σε κάποιον («συνευδοκοῡσι τοῑς πάσχουσι», ΚΔ) μσν. συμμετέχω («ἔλαβε... σῶμα... ἵνα ἐν αὐτῷ συνευδοκήσῃ τοῡ παθεῑν», Επιφάν …
25συνομονοώ — έω, ΜΑ συμφωνῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμονοῶ «συμφωνώ»] …
26συνομοφρονώ — έω, Μ συνομονοῶ*, συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμοφρονῶ «συμφωνώ»] …
27άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή …
28έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …
29ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …
30ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …